- κοντσές
- και γοντσές, οο κάλυκας τού άνθους, το μπουμπούκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gonce].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γοντζές — και γοντσές και κοντσές, ο 1. μπουμπούκι 2. μάτι κλαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gonce] … Dictionary of Greek